πρίνινοι

πρίνινοι
πρίνινος
made from the
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρίνινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος 2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.) 3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”